- εἰναετίζομαι
- εἰνᾰ-ετίζομαι, poet. for ἐνναετίζομαι, Call. Dian. 179.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ειναετίζομαι — εἰναετίζομαι (Α) είμαι εννέα ετών … Dictionary of Greek
εἰναετιζόμεναι — εἰναετίζομαι pres part mp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενναετίζομαι — ἐνναετίζομαι και ποιητ. τ. εἰναετίζομαι (Α) γίνομαι εννέα ετών … Dictionary of Greek